Ήταν Τρίτη 5 Νοεμβρίου 1957, σχεδόν 10 ημέρες μετά που ο Νίκος Καζαντζάκης έκλεινε για πάντα τα μάτια, αφήνοντας όμως το πνεύμα του πλανάται πάνω μας μέχρι σήμερα. Απομεσήμερο εκείνης της Τρίτης, χιλιάδες Κρητικοί συνοδεύουν τον μεγάλο νεκρό στο τελευταίο του ταξίδι στην Κρήτη. Στην επιστροφή στην αγκαλιά της κρητικής γης.
Στις 26 Οκτωβρίου 1957, ο Νίκος Καζαντζάκης άφησε την πνοή του στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ στη Γερμανία, σε ηλικία 74 ετών. Δέκα ημέρες η σωρός του ταξίδεψε στην Ευρώπη μέχρι να καταλήξει στο Ηράκλειο και να αναπαυτεί στον προμαχώνα του Μαρτινέγκο, με θέα το αγαπημένο του Μεγάλο Κάστρο.
Η επίσημη εκκλησία αρνείται να τον κηδέψει και το κάνει ένας νεαρός στρατιωτικός ιερέας, ο παπά Σταύρος Καρπαθιωτάκης, που “έφυγε” πρόσφατα, ο οποίος τον συνόδευσε στον τάφο του. Ο παπά Σταύρος θα τιμωρηθεί με 20 ημέρες φυλάκιση με την κατηγορία ότι εγκατέλειψε την υπηρεσία του για να πάει στην κηδεία!
Η ελλαδική Εκκλησία, θεωρώντας “βλάσφημο” και “αντίχριστο” τον Καζαντζάκη, δεν επέτρεψε καν την παραμονή της σορού, κατά τη μεταφορά της από τη Γερμανία στο Ηράκλειο, σε κάποιο ναό!
Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, αλλά ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος αρνήθηκε, αφού κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του Τελευταίου Πειρασμού . Αποτέλεσμα ήταν η σορός να παραμείνει στο νεκρικό θάλαμο του Α΄ νεκροταφείου Αθηνών, απόντος και του ιερέα. Άκαρπες απέβησαν οι προσπάθειες που κατέβαλαν ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο κυβερνητικός επίτροπος Θ. Σπεράντζας, φίλοι και οι δύο του Καζαντζάκη, να μείνει η σορός του σε ναό της Αθήνας μέχρι την αναχώρησή της για την Κρήτη.
Στην εξόδιο ακολουθία, στον Άγιο Μηνά, παρέστη ο μητροπολίτης Κρήτης, Ευγένιος, όμως όχι και στην ταφή, υποκύπτοντας στις απειλές και τις αντιδράσεις ακραίων κύκλων, όπως του τότε αρχιμανδρίτη και στη συνέχεια μητροπολίτη Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτη, ο οποίος εξέδιδε ένα περιοδικό, τη “Σπίθα”, στην οποία είχε γράψει ένα απίστευτο κείμενο, με τον τίτλο “η κηδεία ενός αντίχριστου”, από την οποία παραθέτουμε ένα απόσπασμα:
“Και όμως, τον υβριστήν, τον μυκτηριστήν, τον βλάσφημον τούτον (…) η Ελλάς (…) εκήδευσεν εν πομπή και παρατάξει (…)». «Κατά την κηδείαν παρέστησαν ο Υπουργός των Θρησκευμάτων και Παιδείας, ένας εκ των αρχηγών της αντιπολιτεύσεως, συναρχηγός μεγάλου και ιστορικού κόμματος της Πατρίδος, βουλευταί, πρόεδροι και δήμαρχοι, δημοσιογράφοι, καλλιτέχναι, καθηγηταί, ο Πρύτανις του εν Θεσ/κη Παν/μίου κ. Κακριδής, σπουδασταί της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, οι οποίοι εκράτουν εις τας χείρας των αντί Ευαγγελίων τα βιβλία του Κ., το δε θλιβερώτερον εξ όλων εις την κηδείαν παρέστη και ο Σεβασμ. Μητροπολίτης Κρήτης κ. Ευγένιος. Ούτος αν και προειδοποιήθη εξ Αθηνών περί της αλγεινής εντυπώσεως, την οποίαν θα εδημιούργει παρά τω ευσεβεί λαώ η δια εκκλησιαστικής ακολουθίας κήδευσις του δεινού υβριστού της αμωμήτου ημών πίστεως, δεν ηθέλησε δυστυχώς να μιμηθή το παράδειγμα του Μ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Θεοκλήτου, όστις ηρνήθη να τεθή εντός ναού της πρωτευούσης, έστω και ολίγας ώρας, ο νεκρός του Κ., αλλ’ υπεχώρησεν ίσως εις πίεσιν κοσμικών παραγόντων και παρέστη. Να ψάλλη ευχάς επικηδείους εις ποίον; Εις ένα Αντίχριστον. Εύγε άγιε Κρήτης! Εξ αφορμής της παρουσίας του Σεβ. Μητροπολίτου Κρήτης εις την κηδείαν του αντιχρίστου, ηκούσαμεν πιστόν της Εκκλησίας τέκνον να λέγη: Πόσον επεθύμουν να ήμην Μητροπολίτης Κρήτης μίαν και μόνον ημέραν, την ημέραν της κηδείας του Κ. δια να κλείσω όλους τους ναούς της πόλεως, δια ν’ απαγορεύσω εις όλους τους ιερείς να παρακολουθήσουν την κηδείαν, δια να είπω προς τους επιμένοντας: πηγαίνετέ τον, κύριοί μου, εις τζαμί, εις Χάβραν, εις στοάν Μασονικήν, πηγαίνετέ τον όπου θέλετε, αλλ’ εις ναόν Ορθόδοξον δεν θα επιτρέψω,…», «Δια την συμμετοχήν σας αυτήν και μόνον, κ. Πρύτανι, εις κηδείαν ενός τοιούτου ασεβούς, του οποίου τα συγγράμματα κατεδίκασεν η Εκκλησία ημών, ο Π. Μητροπολίτης Θεσ/κης κ. Παντελεήμων διαμαρτυρόμενος δεν πρέπει να πατήση εις το Πανεπιστήμιον, σού πρυτανεύοντος, ούτε να επιτρέψει την είσοδόν σου εις ναόν Ορθόδοξον κατά την εορτήν των Τριών Ιεραρχών, οι οποίοι εάν έζων σήμερον θα αφώριζον και θα εξέβαλλον των Ιερών Ναών όλους τους συνευδοκούντας και επαινούντας τα συγγράμματα ενός απίστου και βλασφήμου συγγραφέως”.
Το φιλμ της κηδείας
Το φιλμ με την κηδεία του Καζαντζάκη, που αποτελεί μόνιμο έκθεμα του Μουσείου Νίκος Καζαντζάκης, καταγράφηκε με την κάμερα του Μιχάλη Γαζιάδη και προβλήθηκε στα “Επίκαιρα” των κινηματογραφικών αιθουσών.
Το βίντεο που ακολουθεί είναι ένα πραγματικό ντοκουμέντο
Ο αποχαιρετισμός από τον Βάρναλη
Λίγες ημέρες μετά την κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη, ο Κώστας Βάρναλης τον αποχαιρετούσε με ένα χρονογράφημα στην “Αυγή”, το οποίο αναδημοσιεύουμε από τη σελίδα kostas-varnalis-poiimata.blogspot.gr.
“Στον τάφο του μόνο δάφνες ταιριάζουνε τώρα. Πολλά, πρόωρ’ ακόμα, κι αντιφατικά γραφτήκανε στις εφημερίδες αυτών των ημερών για τον άνθρωπο και για το έργο του. Κι αυτός και κείνο έχουν αντιφάσεις. Ζούσανε διπλή ζωή. Μιαν Αληθινή και μια φκιαχτή.
Ο Καζαντζάκης* ειταν όχι τόσον ένας δημιουργός ηρώων παρά, πολύ περισσότερο, ηρωας ο ίδιος! Ηρωας της δουλειάς, της μάθησης, των ταξιδιών, της σκέψης και της αυτοκυριαρχίας. Θα μείνει μοναδικό παράδειγμα αδιάκοπης προσπάθειας για την κατάχτηση της κορυφής. Ο Σικελιανός* ειτανε πηγαίος πληθωρικός τύπος — εκρηκτικός και στη ζωή του και στους στίχους του. Εφτανε με άλματα στο τέρμα. Ειτανε προικισμένος από τη Φύση μέσα στη Φύση — αυτός το κέντρο. Ο Καζαντζάκης* κατάφερνε ν’ αντικατασταίνει τον αυθορμητισμό με τον καιρό και με τον κόπο – καταπώς ήθελε δ Σολωμός. Ομως κι ο καιρός κι ο κόπος αφησανε τα ίχνη τους στα κείμενα του.
Ολη του η αγωνία, όπως φαίνεται και στα βιβλία του και στα ιδιωτικά του γράμματα, είτανε να καταπλήξει με την εντυπωσιακή, την απροσδόκητη την υπερβολική φράση — την αληθεια του περιεχομενου την είχε για δεύτερο πράμα. Γι’ αυτόν το λόγο το έργο του κάνει εντύπωση, μα δεν πείθη. Δεν κινεί την πραγματικότητα – γιατί μένει έξω απ’ τη φλεγόμενη βάτο, την πραγματικότητα.
Αλλωστε, στην ουσία της, η φιλοσοφία του είναι άρνηση της πραγματικότητας: του φαινομένου! Είναι πέρα κι από τις αλήθειες κι από τα ψέματα, όπως ο Νίτσε πέρ’ απ’ το καλό και το κακό. Ο θάνατος — η τελευταία πράξη. Και αρχή.
Αυτός ο μηδενισμός του τον εμπόδισε να πάρει θέση πουθενά. Εμεινε πάντα έξω απ’ όλα – έκτος αν κάποτε κάπου ερασιτεχνικά και περαστικός. Μόνο στο δημοτικισμό έμεινε πάντα πιστός αγωνιστής κ’ ένας από τους τελευταίους, που απομείναμε, οπαδούς του Κανόνα”.